ψεματούρης

ψεματούρης
ο, διαλ. τ. θηλ. ψεματούρω, Ν
(μεγεθ.) ψευταράς, αρχιψεύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψέμα, -ατος + κατάλ. -ούρης (πρβλ. καψ-ούρης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψεματούρης, -α, -ικο — αυτός που λέει τρανά ψέματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”